- σαργανίδιον
- τὸ, Αυποκορ. τού σαργάνη*.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαργάνη + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. μαχαιρ-ίδιον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαργάνιον — τὸ, Α [σαργάνη] 1. σαργανίδιον* 2. ειδικό καλάθι για άχυρα … Dictionary of Greek